βιότητι

βιότητι
βιότης
fem dat sg
βιοτή
living
fem dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενθαλέθω — ἐνθαλέθω (Μ) [θαλέθω] θάλλω, ανθώ, ακμάζω, είμαι θαλερός («πάις ενθαλέθεων βιότητι» παιδί που θάλλει από ζωντάνια, Πρόδρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”